-
1 зубило
η σμίλη, το κοπίδι- для срубания заклёпочных головок - για κοπή κεφαλιών των πριτσινιών/καρφιώνканавочное - για κατασκευή αύλακων/λουκιώνкузнечное - του σιδερά/σιδηρουργούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зубило
-
2 ремесло
-а, πλθ. ремёсла, -сел, -слам, ουδ.1. τέχνη•сапожное ремесло υποδηματοποιΐα, η τσαγγαρική•
столярное ремесло ξυλουργική τέχνη, η ξυλουργία•
слесарное ремесло η κλειθροποιΐα• η τέχνη του εφαρμοστή•
скорняжное ремесло βυρσοδεψική τέχνη•
переплтное ремесло βιβλιοδετική τέχνη.
2. επάγγελμα.